- ηριγενής
- ἠριγενής, -ές (Α)1. φρ. «ἠριγενὴς Ἠώς» — η Ηριγένεια2. η ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + -γενής (< γένος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠριγενής — a day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek